Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτίβλαστος
ἀρτιβρεφής
ἀρτιβρεχής
ἀρτιγάλακτος
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένεθλος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγνωστος
ἀρτίγονος
ἀρτιγραφής
ἀρτιδαής
ἀρτιδάϊκτος
ἀρτίδακρυς
ἀρτιδίδακτος
ἀρτίδιον
ἀρτίδορος
ἀρτιδρεπής
ἀρτίδροπος
View word page
ἀρτίγνωστος
newly known
ShortDef
newly known
Debugging
Headword:
ἀρτίγνωστος
Headword (normalized):
ἀρτίγνωστος
Headword (normalized/stripped):
αρτιγνωστος
IDX:
13639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13640
Key:
Data
{'content': 'newly known'}