Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄεθλος
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
View word page
ἀειγενής
everlasting

ShortDef

everlasting

Debugging

Headword:
ἀειγενής
Headword (normalized):
ἀειγενής
Headword (normalized/stripped):
αειγενης
IDX:
1363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1364
Key:

Data

{'content': 'everlasting'}