Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτιασμός
ἀρτιβλαστής
ἀρτίβλαστος
ἀρτιβρεφής
ἀρτιβρεχής
ἀρτιγάλακτος
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένεθλος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγνωστος
ἀρτίγονος
ἀρτιγραφής
ἀρτιδαής
ἀρτιδάϊκτος
ἀρτίδακρυς
ἀρτιδίδακτος
ἀρτίδιον
ἀρτίδορος
View word page
ἀρτιγέννητος
just born

ShortDef

just born

Debugging

Headword:
ἀρτιγέννητος
Headword (normalized):
ἀρτιγέννητος
Headword (normalized/stripped):
αρτιγεννητος
IDX:
13637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13638
Key:

Data

{'content': 'just born'}