Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
ἀρτιασμός
ἀρτιβλαστής
ἀρτίβλαστος
ἀρτιβρεφής
ἀρτιβρεχής
ἀρτιγάλακτος
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένεθλος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγνωστος
ἀρτίγονος
ἀρτιγραφής
ἀρτιδαής
ἀρτιδάϊκτος
ἀρτίδακρυς
ἀρτιδίδακτος
View word page
ἀρτιγένειος
with beard just sprouting
ShortDef
with beard just sprouting
Debugging
Headword:
ἀρτιγένειος
Headword (normalized):
ἀρτιγένειος
Headword (normalized/stripped):
αρτιγενειος
IDX:
13635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13636
Key:
Data
{'content': 'with beard just sprouting'}