Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτιακός
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
ἀρτιασμός
ἀρτιβλαστής
ἀρτίβλαστος
ἀρτιβρεφής
ἀρτιβρεχής
ἀρτιγάλακτος
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένεθλος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγνωστος
ἀρτίγονος
ἀρτιγραφής
ἀρτιδαής
ἀρτιδάϊκτος
ἀρτίδακρυς
View word page
ἀρτιγένεθλος
just born

ShortDef

just born

Debugging

Headword:
ἀρτιγένεθλος
Headword (normalized):
ἀρτιγένεθλος
Headword (normalized/stripped):
αρτιγενεθλος
IDX:
13634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13635
Key:

Data

{'content': 'just born'}