Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄρτι
ἀρτιάζω
ἀρτιάκις
ἀρτιακός
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
ἀρτιασμός
ἀρτιβλαστής
ἀρτίβλαστος
ἀρτιβρεφής
ἀρτιβρεχής
ἀρτιγάλακτος
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένεθλος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγνωστος
ἀρτίγονος
ἀρτιγραφής
View word page
ἀρτιβρεχής
just steeped
ShortDef
just steeped
Debugging
Headword:
ἀρτιβρεχής
Headword (normalized):
ἀρτιβρεχής
Headword (normalized/stripped):
αρτιβρεχης
IDX:
13631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13632
Key:
Data
{'content': 'just steeped'}