Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρτησις
ἀρτησμός
ἄρτι
ἀρτιάζω
ἀρτιάκις
ἀρτιακός
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
ἀρτιασμός
ἀρτιβλαστής
ἀρτίβλαστος
ἀρτιβρεφής
ἀρτιβρεχής
ἀρτιγάλακτος
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένεθλος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγνωστος
View word page
ἀρτίβλαστος
recently sprouted

ShortDef

recently sprouted

Debugging

Headword:
ἀρτίβλαστος
Headword (normalized):
ἀρτίβλαστος
Headword (normalized/stripped):
αρτιβλαστος
IDX:
13629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13630
Key:

Data

{'content': 'recently sprouted'}