Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεθλονικία
ἄεθλος
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
View word page
ἀειγενέτης
everlasting, immortal

ShortDef

everlasting, immortal

Debugging

Headword:
ἀειγενέτης
Headword (normalized):
ἀειγενέτης
Headword (normalized/stripped):
αειγενετης
IDX:
1362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1363
Key:

Data

{'content': 'everlasting, immortal'}