Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτηριώδης
ἄρτησις
ἀρτησμός
ἄρτι
ἀρτιάζω
ἀρτιάκις
ἀρτιακός
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
ἀρτιασμός
ἀρτιβλαστής
ἀρτίβλαστος
ἀρτιβρεφής
ἀρτιβρεχής
ἀρτιγάλακτος
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένεθλος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
View word page
ἀρτιβλαστής
newly budding
ShortDef
newly budding
Debugging
Headword:
ἀρτιβλαστής
Headword (normalized):
ἀρτιβλαστής
Headword (normalized/stripped):
αρτιβλαστης
IDX:
13628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13629
Key:
Data
{'content': 'newly budding'}