Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτηριοτομέω
ἀρτηριοτομία
ἀρτηριώδης
ἄρτησις
ἀρτησμός
ἄρτι
ἀρτιάζω
ἀρτιάκις
ἀρτιακός
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
ἀρτιασμός
ἀρτιβλαστής
ἀρτίβλαστος
ἀρτιβρεφής
ἀρτιβρεχής
ἀρτιγάλακτος
ἀρτίγαμος
ἀρτιγένεθλος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
View word page
ἀρτιάλωτος
newly caught
ShortDef
newly caught
Debugging
Headword:
ἀρτιάλωτος
Headword (normalized):
ἀρτιάλωτος
Headword (normalized/stripped):
αρτιαλωτος
IDX:
13626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13627
Key:
Data
{'content': 'newly caught'}