Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρτεπίβουλος
ἄρτημα
ἀρτήρ
ἀρτηρία
ἀρτηριακός
ἀρτηρίασις
ἀρτηριοτομέω
ἀρτηριοτομία
ἀρτηριώδης
ἄρτησις
ἀρτησμός
ἄρτι
ἀρτιάζω
ἀρτιάκις
ἀρτιακός
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
ἀρτιασμός
ἀρτιβλαστής
ἀρτίβλαστος
ἀρτιβρεφής
View word page
ἀρτησμός
hanging, suspension

ShortDef

hanging, suspension

Debugging

Headword:
ἀρτησμός
Headword (normalized):
ἀρτησμός
Headword (normalized/stripped):
αρτησμος
IDX:
13620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13621
Key:

Data

{'content': 'hanging, suspension'}