Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτέομαι
ἀρτέον
Ἀρτεπίβουλος
ἄρτημα
ἀρτήρ
ἀρτηρία
ἀρτηριακός
ἀρτηρίασις
ἀρτηριοτομέω
ἀρτηριοτομία
ἀρτηριώδης
ἄρτησις
ἀρτησμός
ἄρτι
ἀρτιάζω
ἀρτιάκις
ἀρτιακός
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
ἀρτιασμός
ἀρτιβλαστής
View word page
ἀρτηριώδης
like an ἀρτηρία

ShortDef

like an ἀρτηρία

Debugging

Headword:
ἀρτηριώδης
Headword (normalized):
ἀρτηριώδης
Headword (normalized/stripped):
αρτηριωδης
IDX:
13618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13619
Key:

Data

{'content': 'like an ἀρτηρία'}