Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτεμώνιον
ἀρτέομαι
ἀρτέον
Ἀρτεπίβουλος
ἄρτημα
ἀρτήρ
ἀρτηρία
ἀρτηριακός
ἀρτηρίασις
ἀρτηριοτομέω
ἀρτηριοτομία
ἀρτηριώδης
ἄρτησις
ἀρτησμός
ἄρτι
ἀρτιάζω
ἀρτιάκις
ἀρτιακός
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
ἀρτιασμός
View word page
ἀρτηριοτομία
severing of an artery

ShortDef

severing of an artery

Debugging

Headword:
ἀρτηριοτομία
Headword (normalized):
ἀρτηριοτομία
Headword (normalized/stripped):
αρτηριοτομια
IDX:
13617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13618
Key:

Data

{'content': 'severing of an artery'}