Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρτέμων
ἀρτεμώνιον
ἀρτέομαι
ἀρτέον
Ἀρτεπίβουλος
ἄρτημα
ἀρτήρ
ἀρτηρία
ἀρτηριακός
ἀρτηρίασις
ἀρτηριοτομέω
ἀρτηριοτομία
ἀρτηριώδης
ἄρτησις
ἀρτησμός
ἄρτι
ἀρτιάζω
ἀρτιάκις
ἀρτιακός
ἀρτίαλα
ἀρτιάλωτος
View word page
ἀρτηριοτομέω
cut an artery

ShortDef

cut an artery

Debugging

Headword:
ἀρτηριοτομέω
Headword (normalized):
ἀρτηριοτομέω
Headword (normalized/stripped):
αρτηριοτομεω
IDX:
13616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13617
Key:

Data

{'content': 'cut an artery'}