Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρτεμίσιος
ἀρτέμων
Ἀρτέμων
ἀρτεμώνιον
ἀρτέομαι
ἀρτέον
Ἀρτεπίβουλος
ἄρτημα
ἀρτήρ
ἀρτηρία
ἀρτηριακός
ἀρτηρίασις
ἀρτηριοτομέω
ἀρτηριοτομία
ἀρτηριώδης
ἄρτησις
ἀρτησμός
ἄρτι
ἀρτιάζω
ἀρτιάκις
ἀρτιακός
View word page
ἀρτηριακός
of or for the trachea or bronchi

ShortDef

of or for the trachea or bronchi

Debugging

Headword:
ἀρτηριακός
Headword (normalized):
ἀρτηριακός
Headword (normalized/stripped):
αρτηριακος
IDX:
13614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13615
Key:

Data

{'content': 'of or for the trachea or bronchi'}