Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀρτεμισιασταί
Ἀρτεμίσιον
Ἀρτεμίσιος
ἀρτέμων
Ἀρτέμων
ἀρτεμώνιον
ἀρτέομαι
ἀρτέον
Ἀρτεπίβουλος
ἄρτημα
ἀρτήρ
ἀρτηρία
ἀρτηριακός
ἀρτηρίασις
ἀρτηριοτομέω
ἀρτηριοτομία
ἀρτηριώδης
ἄρτησις
ἀρτησμός
ἄρτι
ἀρτιάζω
View word page
ἀρτήρ
felt shoe
ShortDef
felt shoe
Debugging
Headword:
ἀρτήρ
Headword (normalized):
ἀρτήρ
Headword (normalized/stripped):
αρτηρ
IDX:
13612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13613
Key:
Data
{'content': 'felt shoe'}