Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλονικία
ἄεθλος
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
View word page
ἀειβρυής
ever-sprouting
ShortDef
ever-sprouting
Debugging
Headword:
ἀειβρυής
Headword (normalized):
ἀειβρυής
Headword (normalized/stripped):
αειβρυης
IDX:
1360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1361
Key:
Data
{'content': 'ever-sprouting'}