Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτεμία
Ἀρτεμιδόβλητος
Ἀρτεμίδωρος
Ἄρτεμις
ἀρτεμισία
Ἀρτεμισιασταί
Ἀρτεμίσιον
Ἀρτεμίσιος
ἀρτέμων
Ἀρτέμων
ἀρτεμώνιον
ἀρτέομαι
ἀρτέον
Ἀρτεπίβουλος
ἄρτημα
ἀρτήρ
ἀρτηρία
ἀρτηριακός
ἀρτηρίασις
ἀρτηριοτομέω
ἀρτηριοτομία
View word page
ἀρτεμώνιον
eye-salve
ShortDef
eye-salve
Debugging
Headword:
ἀρτεμώνιον
Headword (normalized):
ἀρτεμώνιον
Headword (normalized/stripped):
αρτεμωνιον
IDX:
13607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13608
Key:
Data
{'content': 'eye-salve'}