Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀεθλητάς
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλονικία
ἄεθλος
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
View word page
ἀείβολος
continually thrown
ShortDef
continually thrown
Debugging
Headword:
ἀείβολος
Headword (normalized):
ἀείβολος
Headword (normalized/stripped):
αειβολος
IDX:
1359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1360
Key:
Data
{'content': 'continually thrown'}