Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεθλεύω
ἀεθλητάς
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλονικία
ἄεθλος
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
View word page
ἀειβλάστησις
perpetual budding

ShortDef

perpetual budding

Debugging

Headword:
ἀειβλάστησις
Headword (normalized):
ἀειβλάστησις
Headword (normalized/stripped):
αειβλαστησις
IDX:
1358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1359
Key:

Data

{'content': 'perpetual budding'}