Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀέθλαρχος
ἀεθλεύω
ἀεθλητάς
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλονικία
ἄεθλος
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
View word page
ἀειβλαστής
ever-budding
ShortDef
ever-budding
Debugging
Headword:
ἀειβλαστής
Headword (normalized):
ἀειβλαστής
Headword (normalized/stripped):
αειβλαστης
IDX:
1357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1358
Key:
Data
{'content': 'ever-budding'}