Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθής
ἀρσένωμα
ἄρσην
Ἀρσηνή
Ἀρσινόεια
Ἀρσινόη
Ἀρσίνοος
ἄρσιος
ἀρσίπους
ἄρσις
Ἀρτάβαζος
ἀρτάβη
Ἀρτάβης
ἀρταβίειος
Ἀρτακίη
ἀρταμέω
ἀρτάμησις
ἄρταμος
ἀρτάνη
View word page
ἀρσίπους
raising the foot, active

ShortDef

raising the foot, active

Debugging

Headword:
ἀρσίπους
Headword (normalized):
ἀρσίπους
Headword (normalized/stripped):
αρσιπους
IDX:
13578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13579
Key:

Data

{'content': 'raising the foot, active'}