Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθής
ἀρσένωμα
ἄρσην
Ἀρσηνή
Ἀρσινόεια
Ἀρσινόη
Ἀρσίνοος
ἄρσιος
ἀρσίπους
ἄρσις
Ἀρτάβαζος
ἀρτάβη
Ἀρτάβης
ἀρταβίειος
Ἀρτακίη
ἀρταμέω
View word page
Ἀρσινόη
Arsinoe

ShortDef

Arsinoe

Debugging

Headword:
Ἀρσινόη
Headword (normalized):
ἀρσινόη
Headword (normalized/stripped):
αρσινοη
IDX:
13575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13576
Key:

Data

{'content': 'Arsinoe'}