Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθής
ἀρσένωμα
ἄρσην
Ἀρσηνή
Ἀρσινόεια
Ἀρσινόη
Ἀρσίνοος
ἄρσιος
ἀρσίπους
ἄρσις
Ἀρτάβαζος
View word page
ἀρσενοπληθής
crowded with men (hapax)

ShortDef

crowded with men (hapax)

Debugging

Headword:
ἀρσενοπληθής
Headword (normalized):
ἀρσενοπληθής
Headword (normalized/stripped):
αρσενοπληθης
IDX:
13570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13571
Key:

Data

{'content': 'crowded with men (hapax)'}