Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθής
ἀρσένωμα
ἄρσην
Ἀρσηνή
Ἀρσινόεια
Ἀρσινόη
Ἀρσίνοος
ἄρσιος
ἀρσίπους
ἄρσις
View word page
ἀρσενόμορφος
of masculine form

ShortDef

of masculine form

Debugging

Headword:
ἀρσενόμορφος
Headword (normalized):
ἀρσενόμορφος
Headword (normalized/stripped):
αρσενομορφος
IDX:
13569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13570
Key:

Data

{'content': 'of masculine form'}