Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀέδνωτος
ἀέθλαρχος
ἀεθλεύω
ἀεθλητάς
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλονικία
ἄεθλος
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
View word page
ἀεί
always, for ever

ShortDef

always, for ever

Debugging

Headword:
ἀεί
Headword (normalized):
ἀεί
Headword (normalized/stripped):
αει
IDX:
1356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1357
Key:

Data

{'content': 'always, for ever'}