Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθής
ἀρσένωμα
ἄρσην
Ἀρσηνή
Ἀρσινόεια
Ἀρσινόη
Ἀρσίνοος
ἄρσιος
ἀρσίπους
View word page
ἀρσενοκοίτης
lying with men

ShortDef

lying with men

Debugging

Headword:
ἀρσενοκοίτης
Headword (normalized):
ἀρσενοκοίτης
Headword (normalized/stripped):
αρσενοκοιτης
IDX:
13568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13569
Key:

Data

{'content': 'lying with men'}