Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθής
ἀρσένωμα
ἄρσην
Ἀρσηνή
Ἀρσινόεια
Ἀρσινόη
Ἀρσίνοος
ἄρσιος
View word page
ἀρσενόθυμος
man-minded

ShortDef

man-minded

Debugging

Headword:
ἀρσενόθυμος
Headword (normalized):
ἀρσενόθυμος
Headword (normalized/stripped):
αρσενοθυμος
IDX:
13567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13568
Key:

Data

{'content': 'man-minded'}