Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθής
ἀρσένωμα
ἄρσην
Ἀρσηνή
Ἀρσινόεια
Ἀρσινόη
View word page
ἀρσενογενής
male

ShortDef

male

Debugging

Headword:
ἀρσενογενής
Headword (normalized):
ἀρσενογενής
Headword (normalized/stripped):
αρσενογενης
IDX:
13565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13566
Key:

Data

{'content': 'male'}