Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρυσίαστος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθής
ἀρσένωμα
ἄρσην
Ἀρσηνή
View word page
ἀρσενικόν
yellow orpiment

ShortDef

yellow orpiment

Debugging

Headword:
ἀρσενικόν
Headword (normalized):
ἀρσενικόν
Headword (normalized/stripped):
αρσενικον
IDX:
13563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13564
Key:

Data

{'content': 'yellow orpiment'}