Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρρύπαντος
ἄρρυπος
ἄρρυπτος
ἀρρυσίαστος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
ἀρσενοπληθής
View word page
ἄρρωστος
weak, sickly
ShortDef
weak, sickly
Debugging
Headword:
ἄρρωστος
Headword (normalized):
ἄρρωστος
Headword (normalized/stripped):
αρρωστος
IDX:
13560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13561
Key:
Data
{'content': 'weak, sickly'}