Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρρυθμος
ἀρρύπαντος
ἄρρυπος
ἄρρυπτος
ἀρρυσίαστος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
ἀρσενόμορφος
View word page
ἀρρωστία
weakness, sickness

ShortDef

weakness, sickness

Debugging

Headword:
ἀρρωστία
Headword (normalized):
ἀρρωστία
Headword (normalized/stripped):
αρρωστια
IDX:
13559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13560
Key:

Data

{'content': 'weakness, sickness'}