Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρρυθμοπότης
ἄρρυθμος
ἀρρύπαντος
ἄρρυπος
ἄρρυπτος
ἀρρυσίαστος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
ἀρσενόθηλυς
ἀρσενόθυμος
ἀρσενοκοίτης
View word page
ἀρρωστηματικός
sickly
ShortDef
sickly
Debugging
Headword:
ἀρρωστηματικός
Headword (normalized):
ἀρρωστηματικός
Headword (normalized/stripped):
αρρωστηματικος
IDX:
13558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13559
Key:
Data
{'content': 'sickly'}