Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἀρρύθμιστος
ἀρρυθμοπότης
ἄρρυθμος
ἀρρύπαντος
ἄρρυπος
ἄρρυπτος
ἀρρυσίαστος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
ἀρσενογενής
View word page
ἀρρώξ
without cleft

ShortDef

without cleft

Debugging

Headword:
ἀρρώξ
Headword (normalized):
ἀρρώξ
Headword (normalized/stripped):
αρρωξ
IDX:
13555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13556
Key:

Data

{'content': 'without cleft'}