Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀρρούντιος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἀρρύθμιστος
ἀρρυθμοπότης
ἄρρυθμος
ἀρρύπαντος
ἄρρυπος
ἄρρυπτος
ἀρρυσίαστος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
ἀρσενικόν
ἀρσένιον
View word page
ἀρρυτίδωτος
unwrinkled
ShortDef
unwrinkled
Debugging
Headword:
ἀρρυτίδωτος
Headword (normalized):
ἀρρυτίδωτος
Headword (normalized/stripped):
αρρυτιδωτος
IDX:
13554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13555
Key:
Data
{'content': 'unwrinkled'}