Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄρροια
ἄρροιζος
Ἀρρούντιος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἀρρύθμιστος
ἀρρυθμοπότης
ἄρρυθμος
ἀρρύπαντος
ἄρρυπος
ἄρρυπτος
ἀρρυσίαστος
ἀρρυτίδωτος
ἀρρώξ
ἀρρωστέω
ἀρρώστημα
ἀρρωστηματικός
ἀρρωστία
ἄρρωστος
Ἀρσάκης
Ἀρσάμης
View word page
ἄρρυπτος
unwashen
ShortDef
unwashen
Debugging
Headword:
ἄρρυπτος
Headword (normalized):
ἄρρυπτος
Headword (normalized/stripped):
αρρυπτος
IDX:
13552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13553
Key:
Data
{'content': 'unwashen'}