Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρηφορία
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
ἀρρίζωτος
ἀρρίπιστος
ἄρρις
ἄρριχος
ἄρροια
ἄρροιζος
Ἀρρούντιος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἀρρύθμιστος
ἀρρυθμοπότης
ἄρρυθμος
ἀρρύπαντος
ἄρρυπος
ἄρρυπτος
ἀρρυσίαστος
View word page
ἄρροιζος
without whistling

ShortDef

without whistling

Debugging

Headword:
ἄρροιζος
Headword (normalized):
ἄρροιζος
Headword (normalized/stripped):
αρροιζος
IDX:
13543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13544
Key:

Data

{'content': 'without whistling'}