Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρρηφόρια
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
ἀρρίζωτος
ἀρρίπιστος
ἄρρις
ἄρριχος
ἄρροια
ἄρροιζος
Ἀρρούντιος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἀρρύθμιστος
ἀρρυθμοπότης
ἄρρυθμος
ἀρρύπαντος
ἄρρυπος
ἄρρυπτος
View word page
ἄρροια
amenorrhoea
ShortDef
amenorrhoea
Debugging
Headword:
ἄρροια
Headword (normalized):
ἄρροια
Headword (normalized/stripped):
αρροια
IDX:
13542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13543
Key:
Data
{'content': 'amenorrhoea'}