Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργία
ἀρρηφορέω
ἀρρηφόρια
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
ἀρρίζωτος
ἀρρίπιστος
ἄρρις
ἄρριχος
ἄρροια
ἄρροιζος
Ἀρρούντιος
ἀρρυθμέω
ἀρρυθμία
ἀρρύθμιστος
ἀρρυθμοπότης
View word page
ἀρρίζωτος
not rooted

ShortDef

not rooted

Debugging

Headword:
ἀρρίζωτος
Headword (normalized):
ἀρρίζωτος
Headword (normalized/stripped):
αρριζωτος
IDX:
13538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13539
Key:

Data

{'content': 'not rooted'}