Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργία
ἀρρηφορέω
ἀρρηφόρια
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
ἀρρίζωτος
ἀρρίπιστος
ἄρρις
ἄρριχος
ἄρροια
ἄρροιζος
Ἀρρούντιος
ἀρρυθμέω
View word page
ἀρρίγητος
not shivering, daring

ShortDef

not shivering, daring

Debugging

Headword:
ἀρρίγητος
Headword (normalized):
ἀρρίγητος
Headword (normalized/stripped):
αρριγητος
IDX:
13535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13536
Key:

Data

{'content': 'not shivering, daring'}