Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργία
ἀρρηφορέω
ἀρρηφόρια
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
ἀρρίζωτος
ἀρρίπιστος
ἄρρις
View word page
ἀρρητουργία
filthy lewdness

ShortDef

filthy lewdness

Debugging

Headword:
ἀρρητουργία
Headword (normalized):
ἀρρητουργία
Headword (normalized/stripped):
αρρητουργια
IDX:
13530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13531
Key:

Data

{'content': 'filthy lewdness'}