Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργία
ἀρρηφορέω
ἀρρηφόρια
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
ἀρρίζωτος
ἀρρίπιστος
View word page
ἄρρητος
unspoken, unsaid

ShortDef

unspoken, unsaid

Debugging

Headword:
ἄρρητος
Headword (normalized):
ἄρρητος
Headword (normalized/stripped):
αρρητος
IDX:
13529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13530
Key:

Data

{'content': 'unspoken, unsaid'}