Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργία
ἀρρηφορέω
ἀρρηφόρια
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
ἀρρίζωτος
View word page
ἀρρητόρευτος
not taught rhetoric

ShortDef

not taught rhetoric

Debugging

Headword:
ἀρρητόρευτος
Headword (normalized):
ἀρρητόρευτος
Headword (normalized/stripped):
αρρητορευτος
IDX:
13528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13529
Key:

Data

{'content': 'not taught rhetoric'}