Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργία
ἀρρηφορέω
ἀρρηφόρια
ἀρρηφορία
ἀρρηφόρος
ἀρρίγητος
ἄρριγος
ἄρριζος
View word page
ἀρρητοποιός
practising such vice

ShortDef

practising such vice

Debugging

Headword:
ἀρρητοποιός
Headword (normalized):
ἀρρητοποιός
Headword (normalized/stripped):
αρρητοποιος
IDX:
13527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13528
Key:

Data

{'content': 'practising such vice'}