Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργία
ἀρρηφορέω
ἀρρηφόρια
ἀρρηφορία
View word page
ἀρρήμων
without speech, silent

ShortDef

without speech, silent

Debugging

Headword:
ἀρρήμων
Headword (normalized):
ἀρρήμων
Headword (normalized/stripped):
αρρημων
IDX:
13523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13524
Key:

Data

{'content': 'without speech, silent'}