Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργία
ἀρρηφορέω
ἀρρηφόρια
View word page
ἄρρηκτος
unbroken, not to be broken

ShortDef

unbroken, not to be broken

Debugging

Headword:
ἄρρηκτος
Headword (normalized):
ἄρρηκτος
Headword (normalized/stripped):
αρρηκτος
IDX:
13522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13523
Key:

Data

{'content': 'unbroken, not to be broken'}