Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
ἀρρητουργία
View word page
ἀρρεψία
equilibrium
ShortDef
equilibrium
Debugging
Headword:
ἀρρεψία
Headword (normalized):
ἀρρεψία
Headword (normalized/stripped):
αρρεψια
IDX:
13520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13521
Key:
Data
{'content': 'equilibrium'}