Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
ἄρρητος
View word page
ἄρρευστος
without flux
ShortDef
without flux
Debugging
Headword:
ἄρρευστος
Headword (normalized):
ἄρρευστος
Headword (normalized/stripped):
αρρευστος
IDX:
13519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13520
Key:
Data
{'content': 'without flux'}