Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
ἀρρητοποιός
ἀρρητόρευτος
View word page
ἀρρευμάτιστος
arresting discharge, astringent, styptic

ShortDef

arresting discharge, astringent, styptic

Debugging

Headword:
ἀρρευμάτιστος
Headword (normalized):
ἀρρευμάτιστος
Headword (normalized/stripped):
αρρευματιστος
IDX:
13518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13519
Key:

Data

{'content': 'arresting discharge, astringent, styptic'}