Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
ἀρρηνής
ἀρρησία
ἀρρητοποιέω
View word page
ἀρρενωπός
masculine-looking, masculine, manly

ShortDef

masculine-looking, masculine, manly

Debugging

Headword:
ἀρρενωπός
Headword (normalized):
ἀρρενωπός
Headword (normalized/stripped):
αρρενωπος
IDX:
13516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13517
Key:

Data

{'content': 'masculine-looking, masculine, manly'}